παράξενος — half foreign masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράξενος — η, ο / παράξενος, ον, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί έκπληξη ή απορία, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράδοξος («τα λόγια του είναι πολύ παράξενα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ακατανόητη συμπεριφορά, ιδιότροπος, δύστροπος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
παράξενος — η, ο 1. (για πράγματα), αυτός που προκαλεί έκπληξη, απορία, ασυνήθιστος: Παράξενη ζέστη στην καρδιά του χειμώνα. 2. (για ανθρώπους), ιδιότροπος, αλλόκοτος, γκρινιάρης: Είναι παράξενος άνθρωπος το αφεντικό μας. 3. ως ουσ., παράξενα, αφύσικα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι … Dictionary of Greek
παράξενον — παράξενος half foreign masc/fem acc sg παράξενος half foreign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξένου — παράξενος half foreign masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξένους — παράξενος half foreign masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξένων — παράξενος half foreign masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξένῳ — παράξενος half foreign masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράξενα — παράξενος half foreign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράξενοι — παράξενος half foreign masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)