παράξενος

παράξενος
η , ο [ος , ον ] 1.
1) странный, удивительный;

μην σού φαίνεται παράξενο — пусть тебе не кажется странным, не удивляйся;

παράξενο (πράγμα) — странная, удивительная вещь;

πολύ παράξενο — очень странно (при недоверии);

2) странный, чудаковатый; с чудачествами;

ο παράξενος άνθρωπος — чудак, странный человек;

ο παράξενος γέρος — старый чудак;

§ όσο κι' άν φαίνεται παράξενο — как ни странно;

2. (о , η ) чуда|к, -чка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παράξενος" в других словарях:

  • παράξενος — half foreign masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράξενος — η, ο / παράξενος, ον, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί έκπληξη ή απορία, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράδοξος («τα λόγια του είναι πολύ παράξενα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ακατανόητη συμπεριφορά, ιδιότροπος, δύστροπος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • παράξενος — η, ο 1. (για πράγματα), αυτός που προκαλεί έκπληξη, απορία, ασυνήθιστος: Παράξενη ζέστη στην καρδιά του χειμώνα. 2. (για ανθρώπους), ιδιότροπος, αλλόκοτος, γκρινιάρης: Είναι παράξενος άνθρωπος το αφεντικό μας. 3. ως ουσ., παράξενα, αφύσικα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι …   Dictionary of Greek

  • παράξενον — παράξενος half foreign masc/fem acc sg παράξενος half foreign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξένου — παράξενος half foreign masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξένους — παράξενος half foreign masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξένων — παράξενος half foreign masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξένῳ — παράξενος half foreign masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράξενα — παράξενος half foreign neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράξενοι — παράξενος half foreign masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»